πρύμη ή πρύμνη

πρύμη ή πρύμνη
Το πίσω άκρο ενός σκάφους και, κατ’ επέκταση, όλο το πίσω τμήμα, προς διάκριση από το κεντρικό και το πρωραίο. Η δομή της π. ποικίλλει ανάλογα με το αν τα πλοία είναι από ξύλο ή από σίδερο. Στα πρώτα, βασικό στοιχείο είναι το ποδόσταμο της π., που αποτελείται από μια στερεή δοκό, στερεωμένη κάθετα ή σχεδόν κάθετα στο πίσω άκρο της καρίνας, με την οποία είναι ενωμένη με κατάλληλα διαμορφωμένα συμπληρωματικά κομμάτια· από το ποδόσταμο ξεκινούν τα στοιχεία της διαμήκους δομής του σκάφους. Στα μεταλλικά πλοία, η δομή της π. είναι όμοια με των ιστιοφόρων ή των πλοίων με τροχούς, ενώ στα πλοία με έλικα διαφέρει ανάλογα με τον αριθμό των προωστήρων και τον τύπο του τιμονιού. Το τμήμα της π. που βυθίζεται στο νερό, προπάντων στα ταχύπλοα πλοία, πρέπει να έχει οξύ σχήμα, δηλαδή η π. να είναι διαμορφωμένη έτσι ώστε το νερό να μπορεί να διαφεύγει εύκολα χωρίς να σχηματίζει δίνη και να αφήνει ελεύθερη τη δίοδο του σκάφους. Το τμήμα που είναι έξω από το νερό μπορεί να έχει πολύ διαφορετικά σχήματα, από την τετράγωνη π. –τη ονομαζόμενη κολοβή π. σε σχέση με τα τοιχώματα ή πλευρά– μέχρι την κλασική π. με στρογγυλό σχήμα, η οποία είναι πολύ καλά συνδεδεμένη με τα τοιχώματα· τα δύο κοίλα τμήματα της σύνδεσης ονομάζονται ισχία ή μπαλκόνια· ο τελευταίος αυτός όρος –που χρησιμεύει για να δείξει μια κίνηση με πανί με δυνατό άνεμο– προέρχεται από τα δύο μπαλκόνια που κατά το παρελθόν στόλιζαν την π. των μεγαλύτερων πλοίων. Ένας τύπος π. διαδεδομένος εδώ και δεκαετίες και προσαρμοσμένος και για τα ταχύπλοα εμπορικά πλοία είναι η λεγόμενη π. κάθετου σχήματος η άβαξ, πολύ οξεία προς τα κάτω και στρογγυλή προς το επάνω μέρος. Πρύμη μικρή σκάφους με δύο έλικες. Πρυμναίο τμήμα ενός μεγάλου ιστιοφόρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρύμη — πρύμη, η και πρύμνη, η το πίσω μέρος του καταστρώματος του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • πρύμη — η, Ν βλ. πρύμνη …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • αιολόπρυμνος — αἰολόπρυμνος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή πρύμη («νῆες αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πρύμνη] …   Dictionary of Greek

  • γόνδολα — (gondola).Πλοιάριο με επίπεδο πυθμένα και ένα κουπί, χαρακτηριστικό της Βενετίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο για τη μεταφορά ανθρώπων. Το κομψό σχήμα της σημερινής γ. καθιερώθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι., έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • πρυμάτσα — η, Ν ναυτ. σχοινί ή συρματόσχοινο κατάλληλο για την πρόσδεση τού πλοίου από την πρύμνη στην προκυμαία, το πρυμνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμη + κατάλ. άτσα (πρβλ. λιν άτσα)] …   Dictionary of Greek

  • πρυμίζω — Ν [πρύμη] 1. στρέφω την πρύμνη τού πλοίου προς τον άνεμο, πλέω με ούριο άνεμο, ουρίζω 2. μτφ. φεύγω γρήγορα («τά πρύμισε για το χωριό») 3. φρ. «τα πρύμισε» άλλαζε γνώμη, τά έστριψε …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”